Γιορτή του πατέρα σήμερα και δεν μπορώ να μη σκέφτομαι τους δύο πιο σημαντικούς μπαμπάδες της ζωής μου, τον δικό μου μπαμπά και τον άντρα μου.
Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, με πολλά κοινά στοιχεία, ωστόσο -γιατί στη ζωή μας υποσυνείδητα ψάχνουμε αυτό που μας είναι οικείο, ευχάριστα ή δυσάρεστα οικείο, δεν παίζει ρόλο- με μεγαλύτερο κοινό τους την άνευ όρων αγάπη των παιδιών τους με κάθε κύτταρό τους.
Δεν ξέρω αν αγαπούν άλλοι μπαμπάδες τόσο πολύ τα παιδιά τους όσο αυτοί οι δύο. Προφανώς και ναι, και προφανώς χαίρομαι αφάνταστα γι’ αυτό. Τους χαίρομαι απίστευτα αυτούς τους μπαμπάδες γιατί ναι, δεν είναι ο κανόνας.
Θυμώνω όσο δεν πάει όταν ακούω τη φράση «πατέρας – τέρας» γιατί για μένα αυτή η φράση είναι ιερόσυλη, κι ας αναφέρεται πράγματι σε τέρατα και όχι σε όλους τους μπαμπάδες. Εγώ έζησα και ζω με δύο μπαμπάδες που ήταν παρόντες με πράξεις και όχι με λόγια, γίνονταν και γίνονται θυσία για τα παιδιά τους καθημερινά, και είμαι τυχερή, το ξέρω. Ή με σχόλια του τύπου «ο πατέρας δεν κάνει το ένα, δεν κάνει το άλλο», ή «ο πατέρας αντιλαμβάνεται πως είναι πατέρας μετά τον πρώτο χρόνο». Ναι, ξέρω, υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες εκεί έξω που είναι απλοί παρατηρητές, και βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν από απόσταση όχι απαραίτητα επειδή βρίσκονται σε γεωγραφική απόσταση. Κυρίως επειδή βρίσκονται σε συναισθηματική απόσταση.
Ο δικός μας μπαμπάς, λοιπόν, δεν είναι αυτός ο μπαμπάς.
Ο δικός μας μπαμπάς είναι από την πρώτη στιγμή εκεί. Εδώ. Λίγες ώρες του πήρε να συνειδητοποιήσει ότι θα γινόταν μπαμπάς 13 χρόνια πριν όταν πήραμε τα αποτελέσματα της χοριακής, και από εκείνη τη στιγμή και μετά είναι ΜΠΑΜΠΑΣ. Λες και είχε γεννηθεί γι’ αυτό και περίμενε τη στιγμή.
Και δεν είναι μόνο η λαχτάρα με την οποία περίμενε να γεννηθούν, δεν είναι τα λόγια που τους ψιθύριζε όταν ήταν στην κοιλιά μου ακόμη, δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο κράτησε και τα δύο μας παιδιά στην αγκαλιά του μόλις γεννήθηκαν, ή οι πάνες που τους άλλαζε όταν ήταν μωρά. Δεν είναι που τα έκανε μπάνιο, τα τάιζε, τα κοίμιζε, τα έπαιρνε αγκαλιά όταν ήταν αναστατωμένα ή έκλαιγαν, δεν είναι που δεν έχει χάσει γιατρό για γιατρό, που έχει κοιμηθεί άπειρα βράδια στο πάτωμα δίπλα σε όποιο παιδί ήθελε παρέα για να μην κοιμηθεί μόνο του, που δεν έχει κοιμηθεί άπειρα βράδια όταν δεν είναι καλά και δεν κοιμούνται κι εκείνα, δεν είναι που τα διαβάζει και τα πηγαίνει στο σχολείο, σε δραστηριότητες, πάρτυ, εκδρομές, βόλτες, δεν είναι που δεν τους χαλάει χατίρι, που τα κοιτάζει μες στα μάτια και λιώνει, δεν είναι που κυλιούνται στα πατώματα και παίζουν, αγκαλιάζονται, γελάνε, γαργαλιούνται, δεν είναι που σκαρφαλώνουν και τα δυο πάνω του και φτάνουν στο ταβάνι (η Νεφέλη όχι πια, μεγάλωσε), δεν είναι που με το που ακούσουν το κλειδί στην πόρτα παρατάνε ό,τι κάνουν και τρέχουν να τον αγκαλιάσουν, δεν είναι που τα αγκαλιάζει λες και κρατάει τον πιο πολύτιμο θησαυρό όλου του κόσμου.
Είναι που όλα τα παραπάνω, για τα παιδιά μας είναι δεδομένα. Δεν αμφιβάλλουν στιγμή ότι ο μπαμπάς τους θα τα κάνει όλα αυτά, δεν νιώθουν την παραμικρή ανασφάλεια για το αν ο μπαμπάς θα είναι εδώ, θα μείνει μαζί τους, θα παίξει μαζί τους, θα τα φροντίσει, θα ασχοληθεί, θα τα αποδεχτεί όπως είναι, θα τα αγαπάει όπως είναι.
Τα παιδιά μου μεγαλώνουν με την απόλυτη βεβαιότητα ότι ακόμη και σε έναν κόσμο τόσο αβέβαιο -αυτό θα το καταλάβουν μεγαλώνοντας- ένα πράγμα είναι τόσο βέβαιο, όσο και ότι ο ήλιος θα ανατείλει το πρωί. Οι γονείς τους τα αγαπούν άνευ όρων, τα αποδέχονται άνευ όρων, είναι περήφανοι γι’ αυτά και θα είναι πάντα εκεί, όσο ζουν σ’ αυτή τη γη. Και ακόμη και όταν γίνουν αναμνήσεις, αυτή η δύναμη και η ασφάλεια ότι οι γονείς σου, που έφεραν στον κόσμο, σ’ αγαπούν όσο οτιδήποτε άλλο, θα είναι πάντα εκεί. Και δε μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο εφόδιο από αυτό.
Να τους αγαπάτε λίγο περισσότερο αυτούς τους μπαμπάδες. Το αξίζουν.