
7:55 περίπου και στην πόρτα για να φύγουμε κυριολεκτικά στο παρά 5 για το σχολείο, ο Μιχαήλ είδε σε ένα τραπεζάκι τις καραμέλες βουτύρου που του είχα πάρει για τον λαιμό και ήθελε οπωσδήποτε να φάει μία. Είχε ήδη φάει πρωινό και πλύνει δόντια οπότε το να φάει την καραμέλα και να μείνει η ζάχαρη στα δόντια του τόσες ώρες δεν έπαιζε ως ενδεχόμενο, αλλά από την άλλη, δεν προλαβαίναμε να την φάει και να τα πλύνει ξανά γιατί θα καθυστερούσαμε.
Του τα εξήγησα όλα αυτά γιατί είναι μεγάλο παιδί (6) και περίμενα να καταλάβει. Μμμμ…. Ούτε καν. Θύμωσε, έσμιξε τα φρυδάκια του και με κοίταξε αγριεμένα όπως κάνει συνήθως και όταν είδε ότι ήμουν αμετακίνητη άρχισε να κλαίει γοερά και να μου λέει με παράπονο πως ΠΟΤΕ δεν τον αφήνω να τρώει καραμέλες. Και το τόνιζε αυτό το ΠΟΤΕ. Καλά, ψέμα προφανώς. Οκ, δεν είμαι η μαμά που αγοράζει καραμέλες – γλειφιτζούρια και δε μου αρέσει να δίνουν στα παιδιά μου, αλλά μια στο τόσο κάτι από όλα αυτά θα επιτρέψω να τα φάνε.
Προσπαθούσα να του πω ότι δεν είπα πως ποτέ δεν μπορεί να την φάει, απλά εκείνη δεν ήταν καλή ώρα. Τίποτα. Η ώρα περνούσε και μαζί και οι ελπίδες μου να φτάσουμε στο σχολείο στην ώρα μας. Και, εννοείται, το κλάμα, κλάμα.
Τελικά, κατέβηκα στο ύψος του, τον αγκάλιασα και του μίλησα ήρεμα. Ευτυχώς έχουμε μάθει από πολύ νωρίς να αγκαλιαζόμαστε σφιχτά στις δυσκολίες μας κι έτσι αυτομάτως η σωματική επαφή και η δύναμη της αγκαλιάς κάνουν πάντα την αρχή στη δύσκολη συζήτηση που έρχεται.
Του είπα σχεδόν συνωμοτικά και όσο τον είχα ακόμη αγκαλιά «Ξέρεις γιατί σου είπα να μην την φας τώρα; Γιατί αν την φας τώρα, όοοολη η ζάχαρη που έχει η καραμέλα θα πάει στα δοντάκια σου και ο Σοκολάκης και η Ζαχαρούλα θα πάνε και θα χτίσουν τις ξενοδοχειάρες τους στα δόντια σου και θα σου κάνουν κάτι τρύπες, να! (και έκανα με τα χέρια μου τις τρύπες θεατρικά). Πάμε τώρα σχολείο που είναι βουρτσισμένα τα δοντάκια, και σου υπόσχομαι πως όταν γυρίσεις και μπορείς να τα βουρτσίσεις, η καραμέλα θα είναι εδώ και θα σε περιμένει να την φας.»
Αν σου πω ότι ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ σταμάτησε να κλαίει, μα ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, και αυτόματα άρχισε να μου λέει κάτι άλλο τι θα πεις; Πάει το θέμα «καραμέλα», έληξε λες και πάτησε διακόπτη.
Δε θα κουραστώ να λέω πως τις περισσότερες φορές που το παιδί μας δεν συνεργάζεται (εφόσον δεν είναι κουρασμένο, νυσταγμένο, άρρωστο, πεινασμένο κτλ), είναι γιατί εμείς δεν έχουμε την ηρεμία να διαχειριστούμε την κρίση αποτελεσματικά.
Και, φυσικά, το ότι την είχα εκείνη τη στιγμή που ήταν πρωί και ήμουν ορεξάτη, δε σημαίνει ότι την έχω πάντα, ειδικά εκεί προς το βράδυ που οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν.
Αλλά αν θέλουμε να κρατήσουμε κάτι από όλο αυτό και να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τι δούλεψε και γιατί, ώστε όσο μπορούμε να το επαναλάβουμε είναι:
- Ένιωσε πως τον άκουσα και τον κατάλαβα. Με την αγκαλιά και τον τρόπο που του μίλησα του έδειξα ότι δεν κάνω κατάχρηση εξουσίας αλλά ότι νοιάζομαι για το πώς νιώθει.
- Του μίλησα στη “γλώσσα” του. Η ιστορία με τον Σοκολάκη και τη Ζαχαρούλα (αν δεν έχετε το βιβλίο, αποκτήστε το, είναι θαυματουργό!) έκανε την εξήγησή μου κατανοητή και σχετική για την ηλικία του. Το «όχι» που του είπα μπόρεσε να το φανταστεί και να το αποδεχτεί.
- Του έδωσα ελπίδα και έλεγχο. Δεν του είπα ότι ΠΟΤΕ δε θα φάει καραμέλα. Του υποσχέθηκα ότι η καραμέλα θα είναι εκεί για αργότερα, κι έτσι αυτή η εναλλακτική τον βοήθησε να μη νιώσει ότι του στέρησα κάτι μόνιμα. Όταν επέστρεψε από το σχολείο είχε ξεχάσει ότι την ήθελε, αλλά μέσα στη μέρα τού είπα πως αν θέλει να την φάει θα πρέπει και πάλι να το κάνει σε στιγμή που θα είναι σπίτι ώστε να βουρτσίσει δόντια μετά. Έτσι εξασφάλισα ότι αφενός είμαι φερέγγυα και δεν πήγα να τον ξεγελάσω, αφετέρου δε θα περάσουμε πάλι τα ίδια αν το θυμηθεί το επόμενο πρωί.
Αυτό που χρειάζονται τα παιδιά στις δύσκολες στιγμές είναι να νιώσουν πως εμείς είμαστε η ασφάλειά τους και πως ό,τι και να συμβαίνει, το ‘χουμε. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει κι εμείς να έχουμε λίγο ασχοληθεί με το πώς θα τους εξηγήσουμε αυτό που πρέπει την κάθε φορά με τρόπο που τον καταλαβαίνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα κάνουμε εκπτώσεις ή ότι θα τους λέμε σε όλα «ναι» επειδή δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε το «όχι».