Όταν είδαμε με την Νεφέλη τις παραστάσεις του Θεάτρου Φούρνος, κατάλαβα γιατί παίζονται αδιάκοπα για χρόνια. Και ως μαμά, αλλά και ως εκπαιδευτικός, βρήκα τόσα πολλά θετικά στοιχεία που θέλησα να φιλοξενήσω την σκηνοθέτη Ελεάννα Σαντοριναίου στο Everyday Mom και να μιλήσουμε γι’ αυτή την τόσο εύστοχη προσέγγιση σε ένα κοινό αρκετά απαιτητικό!
Αρχικά σας καλοσωρίζω στο Everyday Mom και σας ευχαριστώ πολύ που είστε εδώ! Μεγαλώσατε μέσα στο θέατρο στην κυριολεξία, αφού οι γονείς σας ίδρυσαν το θέατρο Φούρνος όσο ήσαστε ακόμη πολύ μικρή. Πόσο επηρέασε αυτό τη μετέπειτα πορεία σας στο χώρο;
Σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία και τα όμορφα λόγια σας για το έργα. Εκτιμώ πολύ την ανάλυση και την προσοχή που δώσατε στις παράστασεις. Πάντα χαίρομαι να συναντώ ανθρώπους που περνάνε καλά και δημιουργούν αναμνήσεις μέσα από τις παραστάσεις μας.
Είναι αλήθεια ότι μεγάλωσα μέσα στο θέατρο και τα τηλεοπτικά στούντιο μιας και οι γονείς μου ίδρυσαν το θέατρο Φούρνος, είχαν μία εταιρία τηλεοπτικών παραγωγών αλλά και οι δύο θείες μου δούλευαν στο θέατρο και την τηλεόραση. Γνώριζα συνέχεια καινούριο κόσμο, έπαιζα με κούκλες, έκανα βόλτες σε θεατρικές σκηνές, έβλεπα πώς μοντάρεται μία ταινία και είχα ενθύμια από πλατό και θεατρικά έργα στο σπίτι μου. Για μένα αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ οικείο, ήταν η καθημερινότητά μου και ίσως και το δεδομένο μου. Μικρή πίστευα ότι όλοι κάποια στιγμή θα είχαν τέτοιες εμπειρίες στη ζωή τους.
Νομίζω ότι πριν το δημιουργικό κομμάτι, την απόφασή μου να λέω ιστορίες μέσα από το θέατρο και τον κινηματογράφο, αυτό που με επηρέασε ήταν ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Εάν και είναι πολύ σκληρή δουλειά και πολύ περισσότερες ώρες από μία «κανονική δουλειά» μου άρεσε η αίσθηση ότι ποτέ δεν μπαίνεις σε μία ρουτίνα. Πάντα γνωρίζεις καινούριους ανθρώπους και ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να χρειαστεί να ταξιδέψεις και τι θα μάθεις με την έρευνά σου για το κάθε έργο.
Το να γίνω σκηνοθέτης ήταν για μένα μία φυσική εξέλιξη θα έλεγα, λόγω του περιβάλλοντος που μεγάλωσα. Από μικρή οργάνωνα τους φίλους μου και κάναμε παραστάσεις για τους γονείς, μετέπειτα έκανα και ταινιάκια. Πάντα έλεγα ιστορίες και έφτιαχνα κόσμους. Όταν έγινα 16 χρονών σκέφτηκα ότι θέλω να συνεχίσω να κάνω ακριβώς αυτό και ως ενήλικας.
Όταν γράψατε το κείμενο του Μήλα Ζάχαρη Κανέλα ήσαστε μόλις 20 ετών! Πώς προέκυψε η ανάγκη για ένα έργο που απευθύνεται σε τόσο μικρά παιδιά; Το είχατε φανταστεί έτσι εξ΄αρχής;
Αυτό το κείμενο ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Προέκυψε από την ανάγκη του θεάτρου να ανεβάσουν ένα παιδικό για αυτές τις ηλικίες. Εγώ θέλοντας να δοκιμάσω τον εαυτό μου και να βοηθήσω τους γονείς μου άρχισα να ψάχνω ιστορίες που θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του τόσο νεαρού κοινού. Βρήκα αυτή την λαϊκή αγγλική ιστορία για την γιαγιά που θέλει να κάνει γλυκό στα εγγονάκια της και την διαμόρφωσα για τα ελληνικά δεδομένα. Όταν το διάβαζα ήδη άρχισα να το φαντάζομαι πώς μπορεί να είναι στην σκηνή και πού μπορούν να συμμετέχουν τα παιδιά. Έπειτα με την Ευγενία Μαραγκού δουλέψαμε τους διαλόγους με γνώμονα την ηλικιακή ομάδα που απευθυνόμαστε, έχοντας βέβαια υπόψη ότι και οι ενήλικες θα παρακολουθήσουν την παράσταση. Είναι βασικό για εμένα να σεβόμαστε το κοινό εξ ολοκλήρου. Τέλος, μέσα από τις πρόβες τελειοποιήσαμε το κείμενο. Οι γονείς μου, καθώς και οι ηθοποιοί πήραν ένα μεγάλο ρίσκο να με εμπιστευτούν και θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων για αυτό.
Το Αγόρι με τα Μπλε Μαλλιά που είναι πάλι δικό σας κείμενο, αγγίζει μείζοντα θέματα, όπως την ανασφάλεια που μπορεί να νιώθει ένα παιδί λόγω της ενδεχόμενης διαφορετικότητάς του. Πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε με αυτά;
Όταν ήμουν μικρή, ήμουν υπερβολικά ντροπαλή και σοβαρή. Επίσης είχα πάρα πολύ φουντωτό μαλλί και μικρό πρόσωπο. Συνεπώς πολλές φορές, η ίδια απομόνωνα τον εαυτό μου επειδή ντρεπόμουν ή λόγω του μαλλιού μου με πειράζαν τα παιδιά και φυσικά ντρεπόμουν ακόμα περισσότερο. Όλο αυτό με είχε δυσκολέψει κατά καιρούς και σαν μικρό παιδί δεν ήταν πάντα εύκολο να το εκφράσω. Πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι για ένα παιδί, όχι το ίδιο το πρόβλημα αλλά η αντιμετώπισή του, όταν το ίδιο ακόμα δεν ξέρει και δεν κατανοεί καλά τον ίδιο του τον εαυτό. Επίσης πολλές φορές δεν καταλαβαίνει ότι και άλλοι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν το ίδιο.
Αυτές οι εμπειρίες ήταν η αφορμή να γράψω ένα έργο για ένα αγόρι που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και τον εαυτό του, ενώ ξέρει ότι είναι διαφορετικό. Είναι δύσκολο για ένα παιδί να αποδεχτεί τον εαυτό του, ειδικά αυτές τις μέρες που οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι ακόμα πιο υψηλές, οι άνθρωποι πιο σκληροί. Επίσης θεωρώ ότι η κοινωνική αποδοχή – από όπου και να προέρχεται κανείς, όπου και εάν πιστεύει, ό,τι είναι και ό,τι νιώθει – είναι μία βασική αρχή που όλα τα παιδιά πρέπει να κατανοήσουν και να υιοθετήσουν, για το καλό όλων μας. Ευελπιστώ ότι ένα έργο σαν Το Αγόρι με τα Μπλε Μαλλιά, μπορεί να βοηθήσει μία τέτοια κουβέντα.
Η άλλη σκέψη μου και αφορμή για αυτό το έργο είναι η φιλία, η δύναμη της φιλίας και πώς οι άνθρωποι που μας αγαπάνε μπορούν να μας βοηθήσουν να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία όταν ήμουν μικρή ήταν «Ο Κάστορας και η Ηχώ», για έναν κάστορα που είναι μόνος και όταν ακούει την ηχώ του πιστεύει ότι είναι και κάποιος άλλος μόνος και ψάχνει να τον βρει. Πιστεύω ότι και αυτό το παραμύθι με επηρέασε υποσυνείδητα.
Η τρίτη παιδική παράσταση του Θεάτρου Φούρνος, Μια ζαχαρένια συνταγή, είναι η θεατρική προσαρμογή του ομώνυμου βιβλίου της Φωτεινής Κωνσταντοπούλου και απευθύνεται σε παιδιά μεταξύ 3,5 και 7 ετών. Όπως και στο Μήλα Ζάχαρη Κανέλα, σκηνοθετείτε για πολύ μικρά παιδιά, που πολύ πιθανόν να εγκαινιάζουν την θεατρική τους διαδρομή ως θεατές μαζί σας! Με το διττό μου ρόλο ως μαμά και εκπαιδευτικός παρατήρησα πόσο εύστοχη είναι η προσέγγισή σας. Πόσο εύκολο ή δύσκολο όμως είναι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Νομίζω το πιο δύσκολο για έναν ενήλικα είναι να καταλάβει ότι ένα μικρό παιδί μαθαίνει τον κόσμο κάθημερινά. Αυτό σημαίνει ότι τα έργα που απευθύνονται σε αυτές τις ηλικίες θα πρέπει να έχουν έναν συνδυασμό γνωστών πραγμάτων (λέξεων, κόσμων, εννοιών και συνθηκών) με άγνωστες ή καινούριες εφαρμογές – που αυτό γίνεται μέσα από το παιχνίδι. Για παράδειγμα στην Ζαχαρένια Συνταγή παίρνουμε γνωστούς ήρωες παραμυθιών και λέμε στα παιδιά, οι ήρωες μένουν στα σύννεφα, και εκεί υπάρχει μία ολόκληρη πόλη. Το παραμύθι έχει μία γαργαλιστική διάθεση παιχνιδιού που καλεί τα παιδιά να είναι ανοιχτά στο να φτιάξουμε μαζί έναν κόσμο καινούριο από αυτά που ξέρουν.
Νομίζω αυτό είναι το κλειδί, να καταλάβουμε τι ευχαριστεί τα παιδιά, τι τους προσεγγίζει το ενδιαφέρον. Αντί λοιπόν να γινόμαστε διδακτικοί – και για τα παιδιά βαρετοί – βάζουμε γνωστά συναισθήματα και προβλήματα των παιδιών σε μία πλατφόρμα και γλώσσα που τα ίδια κατανοούν, και αυτό είναι ο κόσμος της φαντασίας, φαντασία χωρίς όρια!
Φυσικά προσέχω οι ιστορίες να έχουν πλοκή και έναν στόχο, θέλουν κάτι να πουν και όπως προείπα με ενδιαφέρει να είναι έργα που και οι ενήλικες μπορούν να παρακολουθήσουν με ευχαρίστηση. Απλά προσπαθώ να χρησιμοποιώ εργαλεία που είναι κατανοητά σε κάποιον που τώρα μαθαίνει τον κόσμο.
Κάθε καινούρια δουλειά είναι ένα στοίχημα που δεν ξέρεις πώς θα πάει, αλλά επειδή προσπαθώ να κρατάω ακόμα ζωντανή την «παιδική» μου πλευρά, δεν νιώθω ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί ένα θεατρικό έργο για πολύ μικρά παιδιά – αρκεί να έχει κανείς στο νου του σε ποιούς απευθύνεται και τι θέλει να τους δώσει.
Μένετε στο Λονδίνο τα τελευταία χρόνια. Τελικά πόσο διαφορετικά είναι τα δεδομένα για νέους ανθρώπους στο χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου;
Η προσωπική δουλειά θεωρώ ότι είναι η ίδια. Όταν λέω προσωπική δουλειά εννοώ την προσωπική εξέλιξη που απαιτεί ο χώρος, το ψάξιμο για νέες δουλειές, την έρευνα ενός έργου κ.ο.κ. Ίσως η αντιμετώπιση κάποιου ως επαγγελματία του χώρου είναι διαφορετική. Στην Αγγλία υπάρχουν περισσότεροι τρόποι χρηματοδότησης από το κράτος και άλλους οργανισμούς, υπάρχει μεγάλη υποστήριξη από τους Δήμους. Επίσης στο Λονδίνο το να δουλεύει κανείς στο θέατρο ή τον κινηματογράφο είναι κάτι που σου εξασφαλίζει τα προς το ζην, χωρίς απαραίτητα να κάνεις και άλλες δουλειές παράλληλα. Κάτι που στην Ελλάδα εάν δεν έχεις οικογενειακή υποστήριξη δεν είναι πάντα εύκολο.
Είναι σίγουρα μία πολύ μεγαλύτερη αγορά άρα έχει και περισσότερες ευκαιρίες. Το Λονδίνο, μόνο, είναι μία πόλη 8,7 εκατομμυρίων ανθρώπων – σχεδόν όσο όλη η Ελλάδα – με μεγάλη παράδοση στο θέατρο και βαριά βιομηχανία κινηματογράφου. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι στην Ελλάδα υπάρχουν όλα τα καλά στοιχεία (θεματική, τοπία, θεατρικοί χώροι, ηθοποιοί και σκηνοθέτες) για να καταφέρουμε να κάνουμε μία πιο σοβαρή βιομηχανία που να μπορεί να απευθύνεται και εκτός συνόρων. Απλά πρέπει να υπάρξει μία συνέπεια και οργάνωση, καλύτερη κρατική υποστήριξη ώστε να γίνονται περισσότερα έργα, ταινίες και συμπαραγωγές. Φαίνεται ότι την τελευταία δεκαετία γίνεται μία προσπάθεια και είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό.
Στο παρελθόν οι Έλληνες μετανάστευαν για να δουλέψουν οπουδήποτε και απλώς να επιβιώσουν, χωρίς φυσικά να λείπουν παραδείγματα ανθρώπων που πέτυχαν πολλά περισσότερα από την επιβίωσή τους. Σήμερα όμως η χώρα «χάνει» τα μυαλά και τα ταλέντα της και αυτά διαπρέπουν αλλού. Είναι αναστρέψιμο αυτό;
Οι περισσότεροι Έλληνες που έχουμε φύγει στο εξωτερικό πιστεύω ότι θα ήθελαν να γυρίσουν. Το βασικό πρόβλημα είναι οι συνθήκες εργασίας που υπάρχουν στην Ελλάδα. Τα μυαλά της χώρας χάνονται γιατί σπουδάζουν και ονειρεύονται μία επαγγελματική εξέλιξη που η Ελλάδα δεν μπορεί αυτή την στιγμή να προσφέρει. Δεν αναφέρομαι μόνο σε οικονομικές απολαβές αλλά και πού μπορεί να φτάσει κανείς πνευματικά μέσα από την δουλειά του. Επίσης και ποιες είναι οι συνθήκες εργασίας, εάν δουλεύει κάποιος στον ιδιωτικό τομέα με υπερωρίες απλήρωτες, με χαμηλό μισθό, έχοντας οι εργοδότες του απαιτήσεις πολύ περισσότερες από την αρχική συμφωνία και ξέρει ότι δεν υπάρχει και κάποια εξέλιξη, αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται να δει τι άλλο μπορεί να κάνει. Θεωρώ ότι όσο η Ελλάδα και οι Έλληνες δεν ψάχνουν τρόπους για το πώς θα εξελιχθούμε κοινωνικά και όχι ατομικά τότε, ναι μεν θα υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά δεν θα υπάρχει μία ισχυρή νέα πρόταση για μία πιο ελπιδοφόρα Ελλάδα. Θέλω να πιστεύω ότι είναι αναστρέψιμο αλλά πρώτα πρέπει όλοι να θέλουν να βοηθήσουν την χώρα και όχι την προσωπική τους αντζέντα. (πχ. Να διατηρήσουμε ελληνικές βιομηχανίες, να εξελίξουμε τον αγροτουρισμό σε βάθος χρόνου και όχι ευκαιριακά κτλ).
Θα σκεφτόσασταν να επιστρέψετε στην Ελλάδα στο μέλλον, και αν ναι, υπό ποιες συνθήκες;
Ναι! Το ιδανικό για μένα είναι να κάνω κάποια στιγμή τη βάση μου την Ελλάδα, να κάνω ένα κέντρο που να βοηθάει νέους καλλιτέχνες στα πρώτα τους βήματα (θεατρικά και ίσως κινηματογραφικά). Παράλληλα, να σκηνοθετώ θεατρικά και κινηματογραφικά έργα. Για να το κάνω αυτό χρειάζομαι λίγο περισσότερο χρόνο για να εδραιώσω τον εαυτό μου σαν καλλιτέχνη σε Λονδίνο και Αθήνα.
Όταν έφυγα δεν ήξερα πώς θα είναι η ζωή μου αλλά ήξερα ότι δεν θέλω να «ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου». Με αφορούν τα «ελληνικά προβλήματα» και οι «ελληνικές σκέψεις». Θέλω να δημιουργώ εδώ, όπου μεγάλωσα και έχω όλες μου τις παιδικές αναμνήσεις. Πιστεύω πολύ στα παιδιά και στην δύναμή τους. Γι αυτό και ενώ έφυγα και δεν ήξερα πώς θα μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ των δύο χωρών, ήξερα ότι δεν θα σταματήσω να κάνω παιδικά στην Ελλάδα. Αυτό μου δίνει την αίσθηση ότι κάπως συμβάλλω και εγώ και δεν παρατάω την χώρα. Εάν στα παιδιά μάθουμε την καλοσύνη, την αγάπη, την αλληλεγγύη, την αποδοχή, την επιμονή και την ελπίδα, σίγουρα επενδύουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτή την περίοδο τι ετοιμάζετε;
Μόλις γύρισα από την Ελλάδα, όπου συμμετείχα στο καινούριο έργο του Γιώργου Λάνθιμου για την Λυρική Σκηνή που θα παιχτεί τον Μάιο με την Emma Stone & τον Damien Bonnard – ήμουν 3ος βοηθός σκηνοθέτη και βοηθός της Εmma Stone.
Αυτή την στιγμή ετοιμάζω για το χρόνου ένα καινούριο παιδικό, πάντα για το θέατρο Φούρνος.
Ετοιμάζω ένα βίντεο κλιπ και μία μικρού μήκους στο Λονδίνο, μία μικρού μήκους για την Ελλάδα και τελειώνω την συγγραφή μίας μεγάλου μήκους που θέλω να γυρίσω στην Τήνο από όπου κατάγομαι.
Εσείς κυνηγήσατε το όνειρό σας και παρά τις όποιες δυσκολίες που φαντάζομαι υπήρχαν και υπάρχουν, τα καταφέρατε σε έναν χώρο ανταγωνιστικό και σκληρό. Αν μπορούσατε να δώσετε μία ευχή στα νέα παιδιά που ονειρεύονται να κάνουν το ίδιο, τι θα τους λέγατε;
Δυσκολίες πάντα υπάρχουν πολλές. Και όλοι από όποιες συνθήκες και να προέρχονται θα αντιμετωπίσουν κάποιες. Το μυστικό είναι η σκληρή δουλειά, η επιμονή και η υπομονή. Να είσαι πρόθυμος/πρόθυμη να δείξεις τις αρετές σου και την ηθική σου.
Πρέπει να προετοιμάσεις τον εαυτό σου ώστε όταν βρεθεί η κατάλληλη συνθήκη να είσαι εσύ το κατάλληλο άτομο. Πιο πρακτικά θα έλεγα κάνε αυτό που πιστεύεις και ονειρεύεσαι, βρες τρόπο μέσα από τον τομέα που θες να δουλέψεις να μπορείς να ζεις – εγώ κάνω παράλληλα και πολύ μοντάζ πέρα από την σκηνοθεσία- και δημιούργησε το έργο σου και τις ευκαιρίες, χτύπα πόρτες. Κανείς δεν έχασε τίποτα με το να πει ποιός είναι και τι κάνει. Να μην απογοητευείς, γιατί τα «όχι» είναι αμέτρητα και κάπως πρέπει να τα ξεπεράσεις – έχοντας βέβαια δει εάν μία απόρριψη σου δίνει στοιχεία για το πώς να εξελιχθείς. Να πιστεύεις στο όνειρό σου, να το αναδιαμορφώνεις καθώς εξελίσσεσαι σαν προσωπικότητα, ώστε να μπορείς να συνεχίσεις να το υποστηρίζεις και συνέχισε. Οι κόποι και η όρεξη θα σε βγάλουν κάπου.