Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Πρωί της Δευτέρας 23ης Ιουλίου 2018. Η Νεφέλη μου ήταν 5.5, εγώ ήμουν 6 μηνών έγκυος στον Μιχαήλ και ο άντρας μου είχε ρεπό.

Η μέρα φαινόταν τέλεια από την βεράντα μας και όπως κοιτούσαμε τη θάλασσα μπροστά μας σκεπτόμενοι “ήταν ανάγκη να πρέπει να φύγουμε τώρα;” -όπως κάνουμε κάθε φορά πριν φύγουμε για Αθήνα- μου λέει “δεν ζητάς άδεια για σήμερα να μείνουμε εδώ, να πάμε για μπάνιο, και να γυρίσουμε το βράδυ;”. “Ούτε να το σκέφτεσαι”, του απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. “Σε λίγο καιρό φεύγω να γεννήσω κι έχω πολλά να κάνω στα οποία πρέπει να είμαι εκεί.”

“Ε, ας αφήσουμε την Νεφέλη τότε να κάνει ένα μπανάκι στη θάλασσα με τη μαμά σου, μην έρθει μες στη ζέστη στην Αθήνα, κρίμα είναι” μου είπε εκείνος.

“Ούτε να το σκέφτεσαι.” Ξανά. “Δεν το αφήνω το παιδί. Θα την πάρουμε μαζί.”

Ούτε ξέρω πόσες φορές μου είπε “έλα βρε αγάπη μου να κάνει ένα μπάνιο το παιδί, να παίξει στην εξοχή, τι να κάνει στο διαμέρισμα όλη μέρα, κτλ κτλ.”. Ούτε ξέρω πόσες φορές του είπα “ΔΕΝ αφήνω το παιδί. Θα το πάρουμε στην Αθήνα.”

Και φύγαμε.

Η μαμά μου έμεινε πίσω και θα γυρνούσε το απόγευμα. Για τέτοιο διάστημα μιλάμε, λίγων ωρών, που δεν ήθελα να αφήσω το παιδί μου. Λες και δεν την είχα αφήσει άλλη φορά με τη μαμά μου για λίγες ώρες. Λες και δεν τρελαίνεται ακόμα και τώρα να μένει μαζί της. Εκείνη τη μέρα δεν το διαπραγματευόμουν.

Κάποια στιγμή κατά τις 6, 6 παρά, το απόγευμα, με πήρε ουρλιάζοντας να μου πει ότι “ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ”!

“Μαμά! Τι λες; Δεν ακούω καλά, τι λες;”
“ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ σου λέω! ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ!”
“Ποιοι καιγόμαστε, μαμά; Τι λες;”
“Δεν καταλαβαίνεις; Η φωτιά είναι μπροστά μας, παντού έχει φωτιά, ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ σου λέω! ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ!”

Και με έκλεισε.

Μετά από λίγα λεπτά που βρήκα ξανά την αναπνοή μου, μίλησα ξανά μαζί της και κατάλαβα ότι με τους διπλανούς μας που ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ήταν εκεί εκείνη την ώρα στο σπίτι τους και που ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ είχαν μεταφορικό έφευγαν άρον άρον από το σπίτι και τη γειτονιά γιατί καιγόταν ο τόπος.

Αφού βοήθησαν και έβγαλαν σηκωτούς -στην κυριολεξία- όποιους μπόρεσαν και τους έβαλαν όπως μπόρεσαν στο δικό τους αυτοκίνητο, κατάφεραν μέσα από χωράφια -και ούτε εγώ ξέρω πώς, ίσως ούτε και οι ίδιοι- να φτάσουν στην πλατεία της Ραφήνας, από την οποία δεν έβλεπαν ούτε το λιμάνι από τον καπνό. Εκεί, όμως, ήταν ασφαλείς από την φωτιά.

Δεν ανέπνεαν σχεδόν από τον καπνό και ο κόσμος ούρλιαζε όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη καταστροφή. Γιατί αυτό που έγινε ήταν ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.

Τη μεγάλη καταστροφή από το σπίτι μας την χωρίζουν μερικά λεπτά περπάτημα. Η γειτονιά μας – ας απέχει από το μεγάλο κακό- κάηκε και αλλοιώθηκε μια για πάντα. Το δρόμο – το στενάκι- που έγινε το μεγάλο κακό στο Μάτι τον περπατάω από παιδί και τον έχουμε περάσει με το αυτοκίνητο άπειρες φορές -φρακάρει για πλάκα στις καλές του, πού τις έστελναν τόσες ψυχές και πώς κοιμούνται τα βράδια;;;- έχω κάνει μπάνιο στην Αργυρά Ακτή με την παιδική μου φίλη, και τα μέρη που χάθηκαν τόσοι άνθρωποι -και είναι κι άλλοι, που δεν τους μέτρησε κανείς- τα έχουμε ζήσει.

Σώθηκε το σπίτι μας με μικρές ζημιές, ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ. Σώθηκε η μαμά μου, οι γείτονές μας, ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, τα περισσότερα σπίτια στον δρόμο μας. Όχι όλα, δυστυχώς. Το παρθένο πράσινο που έβλεπες όπου και να γύριζες το κεφάλι σου, δεν υπάρχει.

Πάει το έλατο που είχε φυτέψει ο παππούς μου 30 χρόνια πριν, πάει και ο φοίνικας στο απέναντι σπίτι.

Πόσοι όμως χάθηκαν…Πόσες οικογένειες εξοντώθηκαν και πόσα σπίτια έμειναν κουφάρια χρόνια τώρα. Όχι, δεν συγκρίνω. Προφανώς. Πάνω απ’ όλα η ανθρώπινη ζωή. Δε συγκρίνεται ο χαμός ενός ανθρώπου με το χαμό ενός σπιτιού.

Όμως, και το σπίτι με κόπο το έχτισες, με θυσίες. Έζησες τη ζωή σου σ’ αυτό, τις χαρές, τις λύπες σου, είδες τα παιδιά σου να κάνουν τα πρώτα τους βήματα, γέλασες μέσα σ’ αυτό, αγάπησες, αγαπήθηκες. Είναι σκληρή βία να το δεις να χάνεται άδικα και να παίρνει στο σκοτάδι όλα όσα έζησες εκεί, μαζί του. Νιώθω τον πόνο όλων όσων το έχασαν και εξοργίζομαι με όλα τα λάθη που έγιναν -γιατί έγιναν πάρα πολλά.

Δεν ξεχνάμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε. Όσοι το ζήσαμε ας μην αφήνουμε κανέναν να ξεχάσει.

Και για όσους είχαν την ψυχραιμία, ή δεν ξέρω τι άλλο, να σου λένε με δυσανασχέτηση τις στιγμές που μετρούσαμε θύματα τις επόμενες ημέρες και τα μάτια μας ήταν κόκκινα από το κλάμα «ε, δεν μπορούμε να το βλέπουμε όλη μέρα, έχουμε δουλειά να κάνουμε», εύχομαι να βρεθεί ο τρόπος να μαλακώσει η ψυχή τους για να φωλιάσει κάποτε η αγάπη. Είναι ωραίο να είναι η ψυχή σου καθαρή, γεμάτη αγάπη. Κοιμάσαι ελαφρύς τα βράδια. Το εύχομαι για εκείνους.

Γι’ άλλο, λοιπόν, ξεκίνησα να γράφω, αλλά βγήκαν οι λέξεις μόνες τους.

Ο λόγος που ήθελα να μοιραστώ το πώς η δική μου οικογένεια βίωσε την ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, είναι γιατί ο λόγος που δεν το έζησε το παιδί που είχα δίπλα μου, και το παιδί που είχα μέσα μου, ήταν το ένστικτό μου.

Κάτι μέσα μου δε με άφηνε να μείνω ή να αφήσω το παιδί μου. Για το ότι δεν έμεινα εγώ με μία ξαφνική άδεια ήταν κυρίως το αίσθημα καθήκοντος που πάντα με οδηγούσε και με οδηγεί. Δεν θα ζητούσα ξαφνική άδεια με ένα σωρό εκκρεμότητες να με περιμένουν για να πάω για μπάνιο. Δεν θα εκμεταλλευόμουν ΠΟΤΕ την εγκυμοσύνη μου για να λουφάρω.

Το ότι δεν άφησα όμως το παιδί μου ήταν αποκλειστικά το ένστικτό μου να την έχω μαζί μου.

Δε θέλω να σκεφτώ πώς θα είχε βιώσει ένα κοριτσάκι 5.5 χρονών την καταστροφή εκείνη τη μέρα αν είχε μείνει να κάνει μπάνιο με τη γιαγιά της. Πώς θα είχε αποτυπωθεί στην ψυχή και στα μάτια της ο τρόμος, τα ουρλιαχτά, ο καπνός, οι φωτιές ανάμεσα στις οποίες έπρεπε να περάσει για να σωθεί. Πώς θα έβλεπε τη γιαγιά της σε πανικό να προσπαθεί να σώσει το σπίτι και τις αναμνήσεις της βρέχοντάς το με το λάστιχο και πώς θα γύριζε να το κοιτάξει για τελευταία φορά πριν το αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνο του για να σώσει τη δική της ζωή.

Και γράφω για σένα, μαμά. Για κάθε μαμά. Το ένστικτό σου για το παιδί σου, όταν κάτι μέσα σου φωνάζει, ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣ. Ναι, η λογική μού έλεγε να αφήσω το παιδάκι μου να παίξει με τη γιαγιά. Ο άντρας μου, η μαμά μου, το ίδιο το παιδί μου έλεγαν να το κάνω. Κάτι μέσα μου, όμως, έλεγε «πάρε το παιδί σου μακριά».
Το άκουσα και ευγνωμονώ τον Θεό γι’ αυτό.

Δύσκολη μέρα η σημερινή. Εύχομαι οι ψυχές που χάθηκαν να αναπαύονται εν ειρήνη, και οι ψυχές που θρηνούν να βρίσκουν δύναμη να προχωράνε.

Κανείς όμως να μην αδιαφορεί, να μην ξεχνά. Και όσοι αδιαφόρησαν, όσοι ξέχασαν, ας βρεθεί ο τρόπος να μαλακώσει και η δικιά τους ψυχή.

Ο σοφός λαός δεν κάνει ποτέ λάθος. Αν δεις να πιάνει φωτιά το σπίτι του διπλανού σου, να περιμένεις και το δικό σου.

Την αγάπη μου,
Μαρίλεια

Μπορεί να σε ενδιαφέρει...